-ίνα

-ίνα
κατάλ. θηλ. ον. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από τη λατ. κατάλ. -ina κύριων ον. λατ. προελεύσεως, ορισμένα από τα οποία εμφανίζονται και στην Ελληνική (πρβλ. Παυλ-ίνα < Paul-ina). Στη συνέχεια, η κατάλ. -ίνα επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες ον.: 1) σε ανδρωνυμικά (θηλ. κύρια ον. σχηματισμένα από το όν. τού συζύγου)
πρβλ. Αγγελ-ίνα, Νικολ-ίνα
2) σε ουσ. που δηλώνουν το θηλυκό ζώο
πρβλ. γερακ-ίνα, (ε)λαφ-ίνα, λιονταρ-ίνα, πελαργ-ίνα, πιθηκ-ίνα
3) σε θηλ. ουσ. που δηλώνουν το επάγγελμα μιας γυναίκας και χρησιμοποιούνται, συχνά, παράλληλα ή αντί τύπων σε -ος (ή σε -ης)
πρβλ. αξιωματικ-ίνα, αστυνομικ-ίνα, βουλευτ-ίνα, δημαρχ-ίνα, δικηγορ-ίνα, υπουργ-ίνα. Ορισμένοι από αυτούς τους τ. χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν και ή μόνο τη σύζυγο αυτού που ασκεί το αντίστοιχο επάγγελμα ή έχει την αντίστοιχη ιδιότητα
πρβλ. αφεντικ-ίνα, βουλευτ-ίνα, γιατρ-ίνα, θυρωρ-ίνα, λοχαγ-ίνα, στρατηγ-ίνα
και 4) σε λ. γαλλ. και ιταλ. προελεύσεως που αποτελούν μεταφορές στην Ελληνική
πρβλ. βιτρ-ίνα, ερμ-ίνα, ζελατ-ίνα, καμπ-ίνα, καραμπ-ίνα, κομπ-ίνα, κουζ-ίνα, μουσελ-ίνα, μπαλαρ-ίνα, πισ-ίνα, ποπλ-ίνα, ρουτ-ίνα, στερλ-ίνα, τουρμπ-ίνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἴνα — ἴνᾱ , ἴνη fem nom/voc/acc dual ἴνᾱ , ἴνη fem nom/voc sg (doric aeolic) ἴ̱νᾱ , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 3rd sg ἴνᾱ , ἰνάω carry off by evacuations pres imperat act 2nd sg ἴνᾱ , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵνα — in that place indeclform (adverb) ἵνα in that place indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • Ἵνα γνοίης ἀποτίνων… — См. Своей бедой всяк себе ума купит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ίνα — η 1. πολύ λεπτό νήμα: Κλωστικές ίνες. 2. ό,τι μοιάζει με νήμα: Ίνες των μυών. – Ίνες των φύλλων. – Τεχνητές ίνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἶνα — ἴς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἵνα δέος, ἔνθα καὶ αἰδώς. — См. Где страх, тут и благочестие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… …   Dictionary of Greek

  • Ζῶμεν οὐχ ἵνα ἐσθίωμεν, ἀλλ’ ἐσθίομεν ἵνα ζῶμεν. — См. О хлебе не жить, да и без хлеба не жить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μαρκελ(λ)ίνα — η ελαφρύ και μαλακό ύφασμα από μετάξι, είδος ταφτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”